καρότσα — η (λ. ιταλ.) 1. αμάξι που σέρνεται από ζεύγος αλόγων και χρησιμοποιείται κυρίως για μεταφορά ανθρώπων: Πήγαν βόλτα με μια καρότσα. 2. τμήμα ενός φορτηγού που χρησιμοποιείται για μεταφορά πραγμάτων: Φόρτωσαν το εμπόρευμα στην καρότσα του φορτηγού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμαξιά — Αρχαία πόλη και λιμάνι της Κιλικίας, στους πρόποδες του Ταύρου. Τα δάση της περιοχής είχαν εκχωρηθεί από τον Αντώνιο στην Κλεοπάτρα για να ναυπηγήσει τον στόλο της. * * * η 1. φορτίο που χωράει ή μεταφέρεται σε μία μόνο άμαξα 2. διαδρομή φορτηγού … Dictionary of Greek
γαλιόνι — Μεγάλο ιστιοφόρο πλοίο, κυρίως μεταφορικό ή μεταγωγικό, που ήταν σε χρήση κατά τον 16o και 17o αι. Το γ., που υπήρξε ο άμεσος πρόδρομος του πλοίου γραμμής, προήλθε από τα στρογγυλά μεσαιωνικά πλοία, που κι αυτά είχαν προέλθει από τα μεγάλα… … Dictionary of Greek
μαρτσιλιάνα — η (Μ μαρτσιλιάνα και μπαρτσελιάνα και μπαρτσιλιάνα) είδος φορτηγού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. marcigliana] … Dictionary of Greek
νταρντάνα — η 1. ναυτ. είδος ιστιοφόρου φορτηγού με ψηλή πρύμνη και πλατιά ισχία 2. μτφ. (για πρόσ.) α) εύσωμη και ευτραφής γυναίκα, λεβέντισσα β) μεγαλόσωμη και άχαρη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tartana «είδος μεγάλου πλοίου»] … Dictionary of Greek
ντεκοβίλ — και ντεκωβίλ, το άκλ. είδος μικρού σιδηροδρομικού φορτηγού συρμού που κινείται σε γραμμή στενότερη από τη γραμμή τών κανονικών σιδηροδρόμων και χρησιμοποιείται στα μεταλλεία, τα ανθρακωρυχεία κ.ά. μεταφορές σε μικρές σχετικά αποστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πεντηκόντορος — Κωπήλατο πλοίο των αρχαίων Ελλήνων, εξελιγμένος τύπος αιγυπτιακών και φοινικικών σκαφών. Το πλοίο αυτό δεν είχε κατάστρωμα και είχε, σε κάθε πλευρά, 25 κωπηλάτες. Ο Όμηρος αναφέρει πολεμικά πλοία με 50 κουπιά, δεν τα ονομάζει όμως πεντηκοντόρους … Dictionary of Greek
πυργωτός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.) του νομού Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χρυσόπετρας. * * * ή, ό / πυργωτός, ή, όν, ΝΑ [πυργῶ] αυτός που έχει σχήμα πύργου, που μοιάζει με πύργο, πυργοειδής (α. «ἐμπετάσματα πυργωτά» παραπετάσματα που… … Dictionary of Greek
φορτηγατζής — ο, Ν οδηγός ή ιδιοκτήτης φορτηγού αυτοκινήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορτηγό + κατάλ. ατζής (πρβλ. δοσ ατζής, παγωτ ατζής] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek